- πρόρρησιν
- πρόρρησιςpredictionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRORRHESIS — Graece πρόῤῥησις, h. e. denuntiatio, ritus in sacris Graecorum, quem Lucianus in Pseudomante, ubi sacrorum ceremonias Alexandri cuiusdam impostoris recenset, tribus ex ordine diebus peractas, describit hisce: Καὶ μὲν εν πρώτῃ πρόῤῥησις ἦν ὥσπερ… … Hofmann J. Lexicon universale
επαληθεύω — (AM ἐπαληθεύω) 1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.) 2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι… … Dictionary of Greek
πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… … Dictionary of Greek